συγκαταβάλλειν

συγκαταβάλλειν
συγκαταβάλλω
throw down along with
pres inf act (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • συγκαταβάλλω — ΜΑ [καταβάλλω] τοποθετώ ως θεμέλιο, ως βάση αρχ. 1. καταβάλλω, καταρρίπτω μαζί με άλλους 2. (σχετικά με χρήματα) συνεισφέρω («λόγος ἔχει τινὰς συγκαταβάλλειν τὰ χρήματα», Δίων Κάσα) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”